- γαγγραίνωμα
- γαγγραίν-ωμα, τό, = sq., Pall.Febr.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαγγραίνωμα — το (Μ γαγγραίνωμα) [γαγγραινούμαι] το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης … Dictionary of Greek
γαγγραινώματα — γαγγραίνωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)